μπέρι-μπέρι

μπέρι-μπέρι
το άκλ. мед. бери-бери

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μπέρι-μπέρι" в других словарях:

  • Μπερί — (Berry). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί σχεδόν στους σημερινούς νομούς Εντρ και Σερ. Οριζόταν από τις αρχαίες επαρχίες Ορλεανική στα Β, Νιβερνική και Βουρβωνική στα Α, Μαρς στα Ν και Τιρέν και Πουατού στα Δ.… …   Dictionary of Greek

  • Μπέρι, Τσακ — (Charles Edward Anderson «Chuck» Berry, Σαν Χοσέ, Καλιφόρνια 1926 ). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης, κιθαρίστας, τραγουδιστής, ανάμεσα στους σημαντικότερους εκπροσώπους του ροκ εν ρολ στην δεκαετία του ’50. Η οικογένειά του μετακόμισε νωρίς στο Σαιντ …   Dictionary of Greek

  • Μπερί, δούκας του- — (Duc de Berry, 1778 – Παρίσι 1820). Γάλλος πρίγκιπας. Ήταν δευτερότοκος γιος του κόμη ντ’ Αρτουά (Κάρολος Ι’) και της Μαρίας Θηρεσίας της Σαβοΐας. Το 1789 έφυγε από τη Γαλλία και κατετάγη στον στρατό του Κοντέ. Το 1801 εγκαταστάθηκε στην Αγγλία,… …   Dictionary of Greek

  • μπέρι-μπέρι — (Ιατρ.). Νόσος που προκαλείται από έλλειψη της βιταμίνης Β1 και εκδηλώνεται με διαταραχές του νευρικού συστήματος (πολυνευρίτιδα), του πεπτικού (ανορεξία και δυσκοιλιότητα) και του καρδιοαναπνευστικού (κυκλοφορική ανεπάρκεια). Προέρχεται από τη… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρντι, Μπέρι — (Berry Gordy Jr., Ντιτρόιτ 1929 –). Αμερικανός μουσικός παραγωγός και συνθέτης. Ο Γ. είναι ο ιδρυτής της θρυλικής δισκογραφικής εταιρείας σόουλ μουσικής Motown, η οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και στην ευρύτερη αποδοχή της… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Άικ, Γιαν — (Jan Van Eyck, Μάαστριχτ περ. 1390 – Μπριζ 1441). Φλαμανδός ζωγράφος. Ιδρυτής της φλαμανδικής αναγεννησιακής σχολής. Με αυτόν σημειώνεται η μετάβαση από το υστερογοτθικό, μεσαιωνικό πνεύμα στη νέα νατουραλιστική οπτική. Λίγες εξακριβωμένες… …   Dictionary of Greek

  • θειαμίνη — Βιταμίνη του συμπλέγματος Β (η Β1) που αποτελεί συνένζυμο για την αποκαρβοξυλίωση του πυροσταφυλικού οξέος και για την οξείδωση του α κετογλουταμινικού οξέος. Βρίσκεται σε πολλές τροφές, συμπεριλαμβανομένου του χοιρινού κρέατος, της μαγιάς και… …   Dictionary of Greek

  • κινητική τέχνη — Πειραματικό καλλιτεχνικό ρεύμα του 20ού αι. το οποίο επεδίωξε να διερευνήσει την κίνηση (και την ψευδαίσθηση κίνησης) στον χώρο με εικαστικά μέσα. Ως δημιουργικό υλικό χρησιμοποιήθηκαν μηχανές και διάφορα ελαφρά αντικείμενα σε πραγματική κίνηση.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»